-
1 συν-εχής
συν-εχής, ές, zusammenhaltend, zusammenhangend, dicht neben einander stehend, gedrängt; ὁ λόγος ξυνεχὴς τῷ νῦν δὴ γενομένῳ, Plat. Ep. III, 318 a; ἐν πόνῳ συνεχεστέρῳ ὤν, Thuc. 7, 81; darauf folgend, ὁ συνεχὴς λόγος, Pol. 1, 5, 5; ἓξ πύργους τοὺς συνεχεῖς τῷ προειρημένῳ κατέβαλον, 1, 42, 9, u. öfter; τὸ συνεχές, die Reihenfolge, öfter, u. a. Sp. – Von der Zeit, anhaltend, ununterbrochen, unaufhörlich; ὅτι πόλεμος ἀεὶ πᾶσι διὰ βίου ξυνεχής ἐστι, Plat. Legg. I, 625 e; ξυνεχῆ καύματα καὶ πυρετοὺς ἀπεργάζεται, Tim. 86 a, u. öfter; ὅπως μὴ ξυνεχεῖ ῥήσει ἀπατηϑῶσι, Thuc. 5, 85. Am gewöhnlichsten adverbial, συνεχές, ὗε δ' ἄρα Ζεὺς συνεχές, Il. 12, 25; συνεχὲς αἰεί, Od. 9, 74; φλὸξ συνεχὲς παννυχίζει, Pind. I. 3, 83; λέγε δὴ μόλωμεν ξυνεχές, Ar. Equ. 21; auch ξυνεχῶς, Ran. 913, wie Eur. I. A. 1008; u. συνεχέως, Hes. Th. 636 u. öfter; συνεχέως αἰεί, Her. 1, 67, wie Plat. Legg. IV, 706 a, ὅτῳ ἂν συνεχῶς ἀεὶ καλόν τι ξυνέσπηται μόνον, u. Thuc. 1, 11. 5, 24; ὡς συνεχέστατα ποιεῖν, Xen. Hem. 4, 2, 6; κατὰ τὸ συνεχές, Pol. 3, 2, 6 u. öfter; συνεχὲς ἀνολολύζων, Luc. somn. 4. – [Bei Hom. u. Hes. ist die erste Sylbe von συνεχές u. συνεχέως durch die Arsis lang, ohne daß das ν verdoppelt wird, was spätere Epiker nachahmen, Ap. Rh. 1, 1271; Theocr. 20, 12; vgl. Schol. Il. 12, 26.]
См. также в других словарях:
επιφοιτώ — (AM ἐπιφοιτῶ, άω και ιων. έω) νεοελλ. μσν. κατεβαίνω σε κάποιον από πάνω, από τον ουρανό, εμπνέω (α. «επιφοίτησε πνεύμα αγάπης και ειρήνης στον κόσμο» β. «το Αγιο Πνεύμα επιφοίτησε στους Αποστόλους») αρχ. 1. πηγαίνω κάπου συχνά, συχνάζω («πλεῡνοι … Dictionary of Greek